- ἀερικοῦ
- ἀερικόνtax on lightsneut gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αέρι — και αγέρι, το (υποκορ. τού ουσ. αέρας) 1. το αεράκι* 2. η ατμόσφαιρα, το κλίμα ενός τόπου 3. νευρικό νόσημα που προκαλείται από την επίδραση αερικού*, όπως επιληψία, φρενοβλάβεια κ.λπ … Dictionary of Greek